εγκαυστική — Τεχνική της ζωγραφικής, η οποία χρησιμοποιεί το λιωμένο κερί ως συνδετική ύλη των χρωστικών ουσιών. Η ε. ήταν γνωστή και κατά την αρχαιότητα και χρησίμευε κυρίως για την εκτέλεση ζωγραφικών έργων πάνω σε μάρμαρο αλλά και σε ξύλο. Ο Πλίνιος στη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κηρογραφία — Ζωγραφική τεχνική που εφαρμοζόταν κυρίως κατά την αρχαιότητα και οφείλει την ονομασία της στο χρησιμοποιούμενο υλικό (κερί). Ονομαζόταν ακόμα και εγκαυστική ή έγκαυστος. Βλ. λ. εγκαυστική. Νεκρική προσωπογραφία του 1ου προς το 2o αιώνα μ.Χ., το… … Dictionary of Greek
ЭНКАУСТИКА — • Encaustica, Έγκαυστική (τέχνη), часто применявшийся древними как в ремеслах, так и в искусстве и для реставрации картин род живописи, особенность коего состояла в том, что краски плотнее соединялись с плоскостью, на которой рисовали … Реальный словарь классических древностей
Елеодорский воск — Елеодорский воск, смесь воска с маслян. краской, употреблялся в живописи древних. Елеодорский воск (элеодорский воск, пунийский воск, карфагенский воск) краска на основе воска, употреблялась в античной энкаустической живописи[1].… … Википедия
Энкаустика — (от др. греч. ἐγκαυστική [искусство] выжигания) техника живописи, в которой связующим веществом красок является воск. Живопись выполняется красками в расплавленном виде (отсюда и название). Разновидностью энкаустики является восковая… … Википедия
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
εγκαίω — ἐγκαίω (Α) 1. καίω, θερμαίνω 2. χαράζω με έγκαυση, στιγματίζω 3. (για τον ήλιο) καψαλίζω 4. ζωγραφίζω με την εγκαυστική, με χρώματα ανακατωμένα με κερί 5. βάζω φωτιά σε κάτι 6. (για πάθος) φλογίζω 7. προσφέρω θυσία … Dictionary of Greek
εγκαυστικός — ή, ό (AM ἐγκαυστικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει στην έγκαυση 2. το θηλ. ως ουσ. η εγκαυστική ζωγραφική τέχνη που γίνεται με χρώματα λειωμένα με κερί αρχ. αυτός που προκαλεί φλόγωση … Dictionary of Greek
ελάσιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άρχοντας της Ατλαντίδας, ο οποίος αναφέρεται από τον Πλάτωνα. Ήταν δίδυμος αδελφός του Μήστορα και γιος του Ποσειδώνα και της Κλειτούς, της κόρης του Ευήνορα και της Λευκίππης. 2. Ζωγράφος από την Αίγινα, ο οποίος… … Dictionary of Greek